- ἐπεξεχώρει
- ἐπεκχωρέωadvance nextimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεκχωρώ — ἐπεκχωρῶ, έω (Α) εξέρχομαι για επίθεση μετά από άλλον («τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον... κέρας... ἡγεῑτο, δεύτερον δ ὁ πᾱς στόλος ἐπεξεχώρει» προχωρούσε μπροστά το δεξιό κέρας και κατόπιν έβγαινε για επίθεση όλος ο υπόλοιπος στόλος, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek